- ωροθέτης
- ὁ, ΜΑο κυβερνήτης τών χρόνων και καιρώναρχ.ωροσκόπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. ταξι-θέτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὡροθέτας — ὡροθέτᾱς , ὡροθέτης masc acc pl ὡροθέτᾱς , ὡροθέτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωροθετώ — έω, Α [ὡροθέτης] 1. παρατηρώ τη θέση τών αστέρων κατά την ώρα τής γέννησης ενός παιδιού, ὡροσκοπῶ* 2. (για πλανήτη) κυβερνώ την ώρα τού τοκετού («ὡροθετεῑ σε Κρόνος», Λουκίλλ.) … Dictionary of Greek
ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… … Dictionary of Greek